- λιμοφορεύς
- λῑμο-φορεύς, έως, ὁ, ([etym.] φέρω)A causing hunger, AP11.371 (Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιμοφορεύς — λιμοφορεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που φέρνει λιμό, αυτός που προξενεί πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. αμφι φορεύς, συμ φορεύς] … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
λιμοφορήων — λῑμοφορήων , λιμοφορεύς causing hunger masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)